Η Ζωγραφική του Ηλία Πασσίση
του Αλέξανδρου Ξύδη
Έπρεπε να ’χει πολλή προσωπικότητα, καθώς και κάποια ποιότητα ένα έργο για ν’ αγκιστρώσει την προσοχή σου μέσα στο γιουσουρούμι της 13ης Πανελλήνιας Έκθεσης. Εκεί πρόσεξα για πρώτη φορά το έργο του Πασσίση, το μόνο που είχε εκθέσει. Ήταν μια κατά πρόσωπο απόδοση του μπρος μέρους ενός τρακαρισμένου αυτοκινήτου, με ανοιχτό το καπό και ξεκοιλιασμένη τη μηχανή. Μεσ’ στην κενότητα και την αλαζονεία των άλλων εκθεμάτων που τα προσπερνούσες με ένα μίγμα αμηχανίας και πλήξης, το έργο τούτο μου φάνηκε σταθμός ξεκούρασης και αναψυχής, κι όμως το θέμα του δεν είχε τίποτα το ελκυστικό ή το πρωτότυπο. Ήταν ένα θέμα τόσο κοινότοπο στις μέρες μας, ένα απλό οποιοδήποτε χτυπημένο αχρηστευμένο αυτοκίνητο, έτοιμο για τη διάλυση.
Λίγο αργότερα έγινε η πρώτη ατομική έκθεση του Πασσίση, κι επιβεβαιώθηκε η εντύπωσή μου, πως πρόκειται για ζωγράφο που αξίζει να παρακολουθηθεί. Προσέγγιζε εμπειρικά, δίχως θεωρία ένα ρεαλιστικό τρόπο έκφρασης, τον οποίο άλλοι συνομήλικοί του σπουδαγμένοι ανακάλυφταν την ίδια εποχή στη Γερμανία και στην Αγγλία όπου την έλεγαν νεο-ρεαλιστική. Η σημασία της δουλειάς του Πασσίση έγκειται ακριβώς στο γεγονός πως, ολότελα αυτοδίδακτος και πολύ νέος προσέγγισε εμπειρικά μιαν από τις πιο σημαντικές τάσεις της σημερινής παγκόσμιας τέχνης. Αυτό εξηγεί γιατί τα έργα του αποπνέουν έναν αέρα γνησιότητας και ειλικρίνειας που τα επιβάλλει. Η έκφρασή του με τον συγκεκριμένο αυτό τρόπο, πηγάζει από επιτακτική οργανική ανάγκη.
Γεννημένος στο Μεσολόγγι, έζησε ως τα 20 του χρόνια δίπλα στη λιμνοθάλασσα. Ήρθε το 1964 στην Αθήνα και εργάζεται από τότε σαν «γραφίστας» σ’ ένα από τα μεγάλα διαφημιστικά γραφεία της πρωτεύουσας, στου οποίου την επιτυχία συμβάλλει εντελώς ανώνυμα. Τις «ανησυχίες» του, όπως λέει, άρχισε να τις νιώθει το 1969-70 κι έτσι σιγά – σιγά, παράλληλα με τις τεχνικά άρτιες γραφικές παραστάσεις αντικειμένων και τοπίων που σχεδιάζει με γκουάς, για να τα διαφημίσει το γραφείο του, διάνυσε με πολλή ευαισθησία το δρόμο που τον οδηγούσε εντελώς διαλεκτικά στη θεώρηση της κατάληξης των σπιτιών π.χ. του Μεσολογγίου σ’ ετοιμόρροπα χτίσματα, των ολοκαίνουριων αντικειμένων καθημερινής χρήσης στο σωρό των απορριμμάτων στο βραδύ ξέφτισμα, στη φθορά, που σήμερα απεικονίζει. Ο δρόμος αυτός διανύεται δίχως εξπρεσιονισμό, δίχως δραματοποίηση, δίχως ωμότητα ή νοσταλγία, δίχως ηθικολογία ή μεταφυσική. Τα έργα του Πασσίση αποτελούν διαπιστώσεις μεσ’ στο καλύτερο πνεύμα του νεο-ρεαλισμού μιας πραγματικότητας αδυσώπητης, ψύχραιμα, ευαίσθητα, αλλά και με κάποιαν απάθεια θεωρημένης.
Ίσως τα αισθήματα της νοσταλγίας ή λύπης για μιαν κατάρρευση και μια φθορά που είναι ολότελα φυσιολογικές να ερεθίζονται μέσα μας από τη θέαση των έργων του Πασσίση, παρ’ όλο που ένα πεταμένο κουτί ΑΖΑΧ ή ένα παλιό λάστιχο δεν είναι πρόσφορα για να προκαλέσουν τέτοια «λάκριμε ρέρουμ», δε βρίσκονται όμως μέσα στην πρόθεση του ζωγράφου. Τα υποβάλλει η τεχνική αρτιότητα με την οποία είναι εκτελεσμένα τα έργα – ίσως το κυριότερο απόχτημα από τη συνεχιζόμενη θητεία του στις γραφικές τέχνες. Το ποιητικό αισθητικό στοιχείο που βγαίνει από την αρτιότητα αυτήν, οφείλεται ίσως στο ότι, όπως στις φλαμανδικές νεκρές φύσεις, ο σωρός των σκουπιδιών δεν είναι πιστή απόδοση ενός πραγματικού σωρού, αλλά ανασύνθεση από πολλά επιμέρους σχέδια και παρατηρήσεις μελετημένη στο εργαστήρι. Έτσι αποχτούν την υφή μιας ενισχυμένης πραγματικότητας που θα ήταν σουρρεαλιστική αν η αντιπαράθεση των αντικειμένων δεν ήταν καθαρά φυσιολογική, όπως σ’ ένα πραγματικό ξεχαρβαλωμένο αυτοκίνητο, ή στους τοίχους ενός σπιτιού που έχουν ξεφλουδίσει από την πολυκαιρία.
Αυτό είναι το στοιχείο που μετατρέπει τα έργα του Πασσίση σε ζωγραφική και δεν παραμένουν άψυχες φωτογραφικές αναπαραστάσεις. Κι αυτό είναι το στοιχείο που δείχνει στον καλλιτέχνη την κατεύθυνση στην οποία θα πρέπει να εμμείνει.
Αλέξανδρος Γ. Ξύδης
Τεχνοκριτικός
Ιούλης 1976
Σοφία Καζάζη
Ο καλλιτέχνης εκθέτει ένα σύνολο από λάδια στην γκαλερί «Πανσέληνος». Αν και αυτοδίδακτος, κατακτά εμπειρικά, με το ένστικτο και το ζωγραφικό του ταλέντο, την περιοχή του νεο-ρεαλισμού. Η σύγχρονη αυτή εικαστική τάση του επιτρέπει μια διαρκή επαφή με την πραγματικότητα, τη ζωή της κάθε μέρας. Με καθαρότητα και ακρίβεια ζωγραφίζει απλά θέματα, αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως λ.χ. μπουκάλια αναψυκτικών, πεταμένα κουτιά απορρυπαντικών, χρωματισμένα βαρέλια ή ένα ολοκαίνουριο, στιλπνό λεωφορείο. Επιλέγοντας τα απλά πράγματα μετατρέπει ζωγραφικά τη γύρω μας πραγματικότητα, το πλαίσιο της ζωής μας, που προσπερνούμε αδιάφοροι.
Οι μνήμες του τόπου καταγωγής του (του Μεσολογγίου) συχνά τον συνοδεύουν στους νεο-ρεαλιστικούς πίνακές του. Έτσι πετυχαίνει με τη σημαντική σύνθεσή του «Γλυπτό σε συγκεκριμένο χώρο», μια κοινωνική σάτιρα, τοποθετώντας την περίοπτη μοντέρνα χρωματιστή κατασκευή μέσα σε μια ετοιμόρροπη γειτονιά της πατρίδας του. Ακόμη στον «Σκουπιδότοπό» του κατορθώνει να μας δώσει ένα αξιόλογο συνθετικό αποτέλεσμα με τα ζωγραφισμένα ετερόκλιτα πεταμένα αντικείμενα. Στον πίνακα αυτό τα φθαρμένα πράγματα αποδίδονται με τεχνική αρτιότητα, χωρίς την παρέμβαση του φωτογραφικού φακού. Οι ρεαλιστικές αποχρώσεις και διαστάσεις τους υποβάλλουν ψύχραιμα την εικόνα της αναπόφευκτης φθοράς. Το στοιχείο όμως που συναρπάζει ιδιαίτερα στους πίνακές του είναι η υπερβατική γύρω ατμόσφαιρα που πλαισιώνει και συνοδεύει τ’ αντικείμενά του. Η συνάντηση αυτή του υπερρεαλιστικού κλίματος και της νεο-ρεαλιστικής απόδοσης, αφομοιωμένης ζωγραφικά στους πίνακές του, αποτελεί και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του επίτευγμα.
Σοφία Καζάζη
Τεχνοκριτικός
Περιοδικό «Διαγώνιος» 1976
Ένας ελεγειακός της Πόλης
του Θωμά Γκόρπα
Ο Ηλίας Πασσίσης είναι ζωγράφος της πόλης. Και είναι, νομίζω, ο μόνος υπερρεαλιστής (και όχι σουρεαλιστής) ζωγράφος στην Ελλάδα. Σε αυτή τη σχεδόν άγνωστη εδώ μεταπολεμική εικαστική τάση προφανώς οδηγήθηκε από τον δρόμο των γραφικών τεχνών, τις οποίες διακονεί, αλλά δεν είναι λιγότερο σημαντικό το πέρασμά του από ένα σουρεαλισμό με δόση φουτουρισμού – στην Πανελλήνια του 1973 το μαγιακοφσκικό του «Θύμα» – είχε ξαφνιάσει και είχε συζητηθεί.
Τα εγκαταλειμμένα (σκελετοί) ή ακινητοποιημένα αυτοκίνητά του και τα σκουπίδια – ελεγείες για μια Αθήνα που πραγματικά ζει, πια, στις ερημιές της και στις χαβούζες της.
Ο κόσμος του Πασσίση, μια πολύ ομιλητική σιωπή, μια ακινησία με τις προϋποθέσεις της έκρηξης είναι αυτά που βλέπει ένας καλλιτέχνης που επιμένει να είναι ευαίσθητος και συνάμα επιθετικός: αχρηστία και φθορά, θάνατοι πρωτοφανείς, τρόμος και φαρμακίλα για μια κοινωνία που ολοένα και πιο πολύ ξεχνάει να ζει και να πεθαίνει.
Έτσι το αυτοκίνητο (και κάθε μηχανή) δικαίως σε μια τέτοια ζωγραφική είναι το μέγα σύμβολο, μάλιστα στις στιγμές του εκείνες όταν εκπέμπει εκτυφλωτικά την απομυθοποίηση του. Και χρώματα βιομηχανικά, μουντά και της σκουριάς – της αποσύνθεσης – που όμως κρατούν μέσα στην καρδιά τους κάτι άλλο από το ελληνικό γαλάζιο ή έντονα της διαφήμισης και της κατανάλωσης… όπως ταιριάζει.
Θωμάς Γκόρπας
Ποιητής
Θέματα Χώρου + Τεχνών, 1983
Ασαντούρ Μπαχαριάν
Βλέποντας κανείς τη ζωγραφική του Ηλία Πασσίση δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί για το πώς κατορθώνει να μετουσιώνει την βαρβαρότητα και την ασχήμια του περιβάλλοντος μας σε εικαστικό γεγονός. Δεν πρόκειται για μια τυχαία, φευγαλέα ματιά, στα μέρη όπου συσσωρεύονται τα υπολείμματα του αστικού χώρου, που προκαλεί μελαγχολία ενοχής και νοσταλγία απωλεσθέντος παραδείσου. Η ματιά του Η.Π. είναι στραμμένη επίμονα σ’ αυτά τα μέρη και πράγματα, είναι η ματιά ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να προσποιηθεί πως δεν βλέπει ή πως ξεχνάει. Οι πίνακές του ξεχειλίζουν από σπασμένα αυτοκίνητα, σιδερικά, βίδες, σύρματα, ελαστικά, σκουπίδια, μπουκάλια, άχρηστα μηχανήματα, με μια ένταση που εκτοξεύει την κραυγή στο άπειρο και μας κάνει να κλείνουμε τα μάτια τρομαγμένοι. Οι παραλίες «διαγράφονται», ο ίσκιος του πιστολιού πέφτει επάνω τους σε μια γειτονιά της Αθήνας, όλα τα δεινά της σύγχρονης εποχής βρίσκονται συμπυκνωμένα σε μια βαριά, μαύρη σφαίρα που στέκει στον αέρα κυριαρχικά καθώς ο θαμπός, μικρούτσικος ήλιος αντικατοπτρίζεται πάνω της. Όμως κάπου μέσα στο βιομηχανικό τοπίο υπάρχει στρωμένο ένα πρόχειρο τραπέζι για πικ-νικ. Αλλού, ένα αστικό λεωφορείο μ’ ανοιχτά παράθυρα περιμένει, ίσως για να μας μεταφέρει «έξω». Είναι το εγκλωβισμένο ανθρώπινο στοιχείο που δεν διαφεύγει από τον Ηλία Πασσίση και που το προκαλεί πικρόχολα υπενθυμίζοντας – ενώ παραθέτει σ’ έναν πίνακα τους λογαριασμούς – πως μπορεί να πληρώνουμε εφορία, ΔΕΗ, ΟΤΕ, αλλά το τίμημα της αλόγιστης κατανάλωσης αυτής της πόλης είναι πολύ μεγαλύτερο.
Ασαντούρ Μπαχαριάν
Ζωγράφος
Πνευματικό Κέντρο «ΩΡΑ»
ΣΙΩΠΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ…
της Ελένης Αθανασίου
Πάει αρκετός καιρός από τότε που πρωτοσυνάντησα τον Ηλία Πασσίση και από την αρχή της γνωριμίας μας παρακολουθώ την πρωτόγνωρη συνοχή, συνέπεια, ακεραιότητα και δύναμη του ζωγραφικού του έργου.
Πάνω απ’ όλα είναι ένας διανοούμενος καλλιτέχνης εμπνεόμενος από εκείνους τους άξονες της κουλτούρας και του πολιτισμού που διαμορφώνουν την ιστορία.
Αντιλαμβάνεται την τέχνη ως ένα ολοκληρωμένο κορμό γνώσης, εσωτερικής εμπειρίας και διανοητικού δυναμισμού· ως ποίηση στην οποία ο ρυθμός αλληλεπιδρά με τη σκέψη και ως δημιουργία που είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ πάθους και λογικής.
Τα έργα του Ηλία αναδεικνύουν μια ολόκληρη γκάμα «αισθητικών» κατηγοριών, όπως το δραματικό μέσα από το τραγικό· το αστείο ή το γελοίο μέσα από το σατυρικό και το πνευματώδες· το αλληγορικό και το ποιητικό μέσα από το λυρικό.
Τα θέματά του είναι εικόνες του αστικού τοπίου(εγκαταλειμμένοι σκελετοί αυτοκινήτων, σκουπίδια, μηχανές, βαρέλια, πλαστικά μπουκάλια κλπ.) αναδύοντας τη φθορά, το θάνατο, την αποσύνθεση, τον τρόμο μέσα από την ωραιοποιημένη καθημερινότητα μιας κοινωνίας που ολοένα και πιο πολύ απομακρύνεται από το ονειρικό του τοπίο.
Παράλληλα τα θέματά του διαγράφονται τόσο αποκαλυπτικά, σκληρά, δυσάρεστα και αδυσώπητα γι’ αυτό που είμαστε, γι’ αυτό που νιώθουμε για εκεί που οδηγούμαστε.
Ο Ηλίας Πασσίσης με έναν ποιητικό ρεαλισμό και μέσα από μια λεπτομερειακή παράσταση αντικειμένων σκιαγραφεί ευφυέστατα ένα μαύρο γεμάτο απειλή «φεγγάρι» να κατευθύνεται με σταθερή ταχύτητα και να μεταμορφώνει το υπάρχων αστικό του σκηνικό.
Τα σκηνικά του Ηλία (προσόψεις σπιτιών με κεραμοσκεπές, πολτοποιημένοι σκελετοί αυτοκινήτων, προϊόντα διαφήμισης) μετατρέπονται σε σκληρές θεατρικές σκηνές οι οποίες υποδέχονται κοινωνικοπολιτικά σχόλια με δόση σαρκαστικής διάθεσης, προβλέποντας μια έκλειψη και το κύκνειο άσμα της πολιτισμικής μας ιστορίας.
Αυτοτελείς ιστορίες με έντονο συμβολισμό και υπερρεαλιστικές εντάσεις, εισάγουν τον θεατή στα μυστικά έγκατα του έργου του θίγοντας τον πλήρη αφανισμό των αισθητικών και ιδεολογικών αξιών.
Ο Ηλίας συνέδεσε την τέχνη του με τις πρωτοποριακές αναζητήσεις και πειραματισμούς της μεταπολεμικής Ελλάδας με έντονο το στοιχείο της κριτικής ειρωνείας.
Η κοινωνικοπολιτική διάσταση του έργου του είναι το περίβλημα του υπαρξιακού προβλήματος του ανθρώπου, ο οποίος βρίσκεται ουσιαστικά εγκλωβισμένος στη δίνη της μαζικοποιημένης καθημερινότητας, αναζητώντας τη θέση του και προσπαθώντας μέσα στη σύνθετη πραγματικότητα που ο ίδιος δημιούργησε.
Είναι καταφανές ότι, τραγικό πρόσωπο στην δομή που ο ίδιος έχτισε, ο άνθρωπος ζει στην δυναμική του παραλόγου. Η πρόοδος για την οποία καυχήθηκε η μεταπολεμική Ευρώπη, δεν έφερε την ευτυχία, όπως δεν συνείσφερε στη πραγματοποίηση του ισοτόπου καταμερισμού του πλούτου και της ευημερίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Το αστικό περιβάλλον, ιδιαίτερα της παλιάς Αθήνας που ολοένα και χάνεται, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην τέχνη του Ηλία από την αρχή της καριέρας του, ανεξάρτητα από την όψη που είναι ιδωμένο.
Τα νεορεαλιστικά ζωγραφικά του έργα λειτουργούν ουσιαστικά ως προοίμιο των μετέπειτα μορφοπλαστικών αναζητήσεων του καλλιτέχνη, απεικονίζοντας λησμονισμένες όψεις της Αθήνας του ρομαντισμού, του νεοκλασικισμού και της βεβιασμένης αστικής ανάπτυξης.
Το κοινωνικό περιβάλλον σίγουρα ορίζει το χώρο, το όριο πάνω στο οποίο ο καλλιτέχνης αποτύπωσε τον υπαρξιακό προβληματισμό του ανθρώπου σε μια κοινωνικά μεταβατική συγκυρία. Η έννοια του χώρου δεν χρησιμοποιείται από τον καλλιτέχνη κυριολεκτικά αλλά ευρύτερα ( κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι ) ενώ οι υπαρκτοί χώροι του υποκινούν άλλοτε γλυκές αναμνήσεις και άλλοτε το έντονο συγκινησιακό ρίγος του χαμού.
Ένας καλλιτέχνης με σαφή εικόνα της αποστολής και του προορισμού του δεν αντιμετωπίζει την τέχνη ως ένα ερμητικά κλεισμένο και στεγανό πεδίο, αλλά έναν ανοιχτό χώρο που αλληλεπιδρά με την ζωή, την κοινωνία, την πολιτική και την επιστήμη.Γι’ αυτό και γίνεται κοινωνός της γνώσης, αφομοιωτής της εμπειρίας και συμμέτοχος στην εξέλιξη, με τις οποίες διαποτίζει το έργο του.
Αναμφισβήτητα ένας φιλόσοφος, τόσο της ζωής με ένα ευρύ και σφαιρικό υπόβαθρο αντίληψης όσο και της διαλεκτικότητας της ιστορίας, ο Ηλίας εμφανίζεται ρομαντικός και συνάμα επαναστάτης, που καταφέρνει να αναπλάθει θεατρικά τη σύγχρονη πραγματικότητα διακωμωδώντας την ιονεσκικά.
Χωρίς να είναι αρκετά εμφανής η ανθρώπινη φιγούρα σε πολλά από τα έργα του ενστερνίζεται, βιώνει – αναβιώνει – θα έλεγα μέσα από τον άνθρωπο όχι απλώς μια μεμονωμένη και ασήμαντη ιστορία αλλά τον αντίκτυπο των πράξεων και των προσωπικοτήτων της ιστορίας.
Εκεί έγκειται και η προσκόλληση του Ηλία Πασσίση σε καθετί γνήσιο και διαχρονικό ξεκινώντας από τη φύση και προχωρώντας στον πολιτισμό.
Διασχίζοντας τα καλλιτεχνικά ρεύματα και τις τάσεις των δεκαετιών ’60, ’70, ’80, ’90, και ’00 ο καλλιτέχνης αποδίδει τη μυθοπλασία μιας φτηνής τσαλακωμένης καθημερινότητας με τρόπο ηρωικό διατυπώνοντας τη προσωπική του γραφή μέσα από ένα έργο βαθιά ουμανιστικό.
Ριζωμένο στις πολιτικές και κοινωνικές ιδιομορφίες του Μοντερνισμού το έργο του Ηλία καταγράφει τις παρενέργειες των πληγών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη.
Αποδεικνύεται δε προφητικό για την τάξη πραγμάτων τόσο όσον αφορά τις διεθνείς πολιτικοοικονομικές συντεταγμένες όσο και για την τέχνη, την οποία θέτει στην υπηρεσία της σκέψης, της απόκτησης εμπειριών και αφύπνισης συναισθημάτων, δηλαδή της ζωής.
Ποιητής των χρωμάτων και των σχημάτων ο Ηλίας τραγουδά με την χαρισματική τέχνη του άσματα για μια παγκοσμιοποίηση βασισμένη στην εσωτερική ολοκλήρωση και την κοινωνική αρμονία.
Ο καλλιτέχνης όπως και οι ποιητές θεωρούν ότι η αλήθεια εμπεριέχει και συμβαδίζει με πρωταρχικές έννοιες, όπως η ελευθερία, η ισότητα, η κοινωνική αλληλεγγύη και η πνευματική ευγένεια. Έτσι λοιπόν το έργο του λειτουργεί ως ένας ηθοπλαστικός κορμός που στηρίζεται σ’ αυτό το πνεύμα και η ουσία των παγκόσμιων και αρχέτυπων αξιών που είναι κλεισμένες μέσα μας και εξωτερικεύονται κατά καιρούς με αλλαγμένη μορφή, συνθήματα, συμπεριφορές και τάσεις «υπακούοντας» στα προστάγματα των καιρών.
Σε έναν εξωτερικά αλλοιωμένο κόσμο, στον οποίο η παγκοσμιοποίηση συνυπάρχει με την μοναχικότητα και η επιστήμη με την πνευματικότητα ο Ηλίας Πασσίσης προβάλλει στο πολύμορφο έργο του αυτές ακριβώς τις αξίες που λειτουργούν προφητικά ως ένα σύστημα αρχέτυπης λογικής την οποία καλείται να εξερευνήσει ο άνθρωπος της δύσης του 21ου αιώνα.
Ελένη Αθανασίου
Ιστορικός Τέχνης
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
του Νίκου Αντωνάτου
Του χρόνου η βαρύτητα – η φθορά – με πόσες κι από πόσες ως τώρα ανθρώπινες προσπάθειες δεν επιχειρήθηκε να εξουδετερωθεί. Άκαρπες, αλλ’ όχι μάταιες. Τραγικές, αλλ’ όχι ολέθριες. Η αναμέτρηση δεν τέλειωσε, ούτε και πρόκειται να σταματήσει. Ο άνθρωπος θα αναμετράται με την μοίρα του ακατάπαυστα.
Από τη μια το άχρηστο, το κουφάρι, το απορριπτέο. Οι όγκοι, το βάρος, η συσσώρευση από την άλλη, εντείνουν τη θεματογραφία, εξαντλώντας κάθε ανθρώπινη αντοχή. Η επιμονή του ζωγράφου στην πιο έντρομη λεπτομέρεια, κρατάει τεντωμένο το σκοινί, όπου η όραση ακροβατεί αναμεταξύ τεχνίτη και δημιουργού. Ό,τι βλέπουμε, το γνωρίζουμε από πριν, αλλά ποτέ έτσι όπως μας παρουσιάζεται. Η καθημερινότητα εσταυρωμένη εν μέσω γρήγορων και ευτελών αντικειμένων, αγωνιά. Ο χρόνος καθηλωμένος στο δικό του έργο της φθοράς και ο απουσιάζων άνθρωπος, «πάντων χρημάτων» δράστης, απόμακρος.
Εκεί που πάει να σαρκάσει ή να αφανιστεί μέσα στο κρησφύγετο του φόβου, ένα απροσδόκητο φως, προερχόμενο από το τυχαίο καθρέφτισμα, από μια γυαλάδα στην επιφάνεια της αχρηστίας, κρούει τις λυρικές χορδές της ψυχής και τότε η ποίηση που μας προτείνει ο ζωγράφος, μας ανοίγει τις πύλες της και μας ανάγει στο στοχασμό στο όνειρο, στην ουτοπία, διαχωρίζοντας τη λύρα από την μοίρα, τα πράγματα απ’ την πραγματικότητα, τον άνθρωπο από τα ανθρώπινα.
Ο Πασσίσης, δουλεύοντας όπως ο Θεός (που σύμφωνα με το χριστιανικό μύθο δημιούργησε τον κόσμο σ’ εφτά ημέρες) εξαντλητικά, πλην κατ’ αποκοπήν, μας δίνει την μακραίωνη τελειότητα της φύσης, με την θεϊκή δύναμη που προσπορίζεται ο άνθρωπος από τον ψυχισμό του. Θα πρόσθετα πως με τον τρόπο αυτό μεγαλουργεί, αλλά καλύτερα αυτό να μην το ξέρουμε εκ των προτέρων, μήτε κι εκ των υστέρων. Για να προφυλάξουμε έτσι την αθωότητα που κρέμεται, όπως τα ξέφτια από τα πράγματα και να προλάβουμε ρευστή ακόμη τη γλώσσα των χρημάτων, προτού αυτή στεγνώσει με τις μπογιές μαζί.
Πένθιμος ήλιος δίσεκτος πίσω απ’ τα πράγματα να στέκει, άλλοτε σαν ένας βλοσυρός του κόσμου επιστάτης, άλλοτε σαν βαρύτιμη κλειστή αυλαία ή σαν σχολάζουσα πηγή ενέργειας (ειμή και σαν γιγάντιο θανατηφόρο χάπι). Με τούτο τον ακραίο συμβολισμό βγαλμένο μεσ’ από μοιρολόι (…) ο Πασσίσης επιζητεί ν’ αποκλείσει κάθε διαφυγή ή και παρερμηνεία. Ο επικεφαλής του ηλιακού μας συστήματος ήλιος, ανήλιαγος, μας συστήνεται ωσάν το μη περαιτέρω, το αξημέρωτο αύριο, κάνοντας να βοούν όλοι οι ηχέτες, τρένων, αυτοκινήτων, πλοίων, διαστημοπλοίων, ένα σωτήριο S.O.S..
Κάτω από ήλιο μελανθή, ανίσκιωτα τα πράγματα, μέσα στο ζωγραφικό τους φως σταματημένα, δίχως Άνοιξη και Φθινόπωρο, Χειμώνα ή Καλοκαίρι δίχως. Παράφορα στο δικό τους παρωχημένο χρόνο, παραστημένα από το ανελέητο χέρι του ζωγράφου, έως την πιο ανέφικτη λεπτομέρειά τους, πάνε να συγκροτήσουν το άπαν του αδημιούργητου, του απορριπτέου, μέσα σε γενική κατακραυγή απερχόμενα.(βγήκε ο ήλιος κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο)
Το «πρόγευμα» ανάμεσα σε κουφάρια και λείψανα αυτοκινήτων, εγκαλεί κάποια ανάλογα που έχουν στην ιστορία της ζωγραφικής περάσει εν αρμονία πάντα με τη φύση και τον άνθρωπο. Μόνο που εδώ είναι όλα βαριά κι αχώνευτα για το στομάχι, μέσα σ’ ένα βιασμένο περιβάλλον χωρίς ίχνος γόνιμης γης και μόνο το πεντακάθαρο τραπεζομάντιλο, με τα απλά λαχταριστά του εδέσματα απλωμένα, είναι εκεί να προσκαλεί κι ακούραστα τον άνθρωπο να περιμένει.
Με τ’ όνειρο να εκπέμπει, άλλοτε από την κόκκινη μπορντούρα του τραπεζομάντιλου κι άλλοτε απ’ την οθόνη ενός από μηχανής υπολογιστή, εφευρίσκοντας μέσα από τη γιγαντιαία προσπάθεια απεικόνισης, τρόπους να μεταλαμπαδεύεται από οφθαλμό σε οφθαλμό, ακόμη κι εκεί που κείτεται αποκεφαλισμένο ή έστω αφοπλισμένο. Ο ζωγράφος Πασσίσης δεν μας υπόσχεται τίποτε. Δείχνοντάς μας με τρόπο χτυπητό τη ζοφερή πραγματικότητα του σήμερα, ανήμερα της απελπισίας μας, θυμίζοντάς μας το Αριστοφανικό «απτήνες εφημέριοι, ταλαοί βροτοί, ανέρες εικελόνειροι», μας κινητοποιεί προβάλλοντας το πάλαι χαμένο μας όνειρο και καλώντας μας στη μόνη διέξοδο: να ονειρευτούμε εκ νέου.
Νίκος Αντωνάτος
Ποιητής
Ορέστης Δουμάνης
Με τον Ηλία Πασσίση συνεργαζόμαστε 30 χρόνια. Από το 1972 επιμελείται τη σελιδοποίηση των Αρχιτεκτονικών Θεμάτων και των Θεμάτων Χώρου + Τεχνών. Όλα αυτά τα χρόνια μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η ποιότητα των σκίτσων, με τα οποία παρουσίαζε την εικόνα κάθε σελίδας. Η πιστότητα της σμίκρυνσης των φωτογραφιών του περιοδικού ήταν ανάλογη του ρεαλισμού που χαρακτηρίζει τους πίνακές του. Και όλη αυτή η εργασία γινόταν για να κατανοήσουμε απλώς την οργάνωση του χώρου της σελίδας, τις ισορροπίες ανάμεσα στα κενά και τα πλήρη, τις περασιές.
Αυτή η φροντίδα για την άρτια οργάνωση του ζωγραφικού χώρου είναι φανερή στους πίνακες του Ηλία Πασσίση. Αυτό, καθώς και η άψογη και πιστή αναπαράσταση του θέματος κάθε πίνακα. Μια εργασία που απαιτεί ένα πραγματικό πάθος για να πετύχει την τελειότητα αυτού του αποτελέσματος.
Και ενώ η όλη προσπάθεια θα μπορούσε να καταλήξει σε ένα ψυχρό και εγκεφαλικό αποτέλεσμα, έχει μια απροσδόκητη ποιητική διάσταση, ίσως λόγω του πάθους που κρύβεται πίσω από τη δημιουργία κάθε πίνακα.
Αυτή η ποιητική διάσταση είναι που δικαιώνει το έργο και προκαλεί μια ευφορία στον θεατή. Και ίσως αυτό να είναι ένας από τους στόχους της τέχνης.
Ορέστης Δουμάνης
Εκδότης
Διευθυντής Αρχιτεκτονικών Θεμάτων
και Θεμάτων Χώρου + Τεχνών
Θωμάς Αθ. Θεοφιλάτος
Συνήθως, όταν βλέπουμε πίνακες ζωγραφικής, δίνουμε λιγότερη προσοχή απ’ όση πρέπει στην πλευρά εκείνη, την οποία εκπέμπει το έργο, όπου μονάχα η τέχνη είναι ικανή ν’ αποκαλύψει.
Κάτι τέτοιο όμως, δεν συμβαίνει όταν κοιτάζουμε πίνακες του Ηλία Πασσίση.
Ο λόγος είναι ότι τα έργα του είναι ζωντανά. Την προκλητική και πολλές φορές θρασύτατη ζωντάνια που εκπέμπουν, δεν την φτιάχνουν τα χρώματα σαν χρώματα, αλλά το παιχνίδισμά τους, οι φωτοσκιάσεις, το ανάγλυφο, η σύνθεση, η αρμονική ισορροπία των αντικειμένων, που κάνουν την αναπαράσταση να φαίνεται φυσική.
Ο Χέγκελ δήλωνε ότι: «Ο θρίαμβος της τέχνης πάνω στην πραγματικότητα είναι το προνόμιό της, να καθηλώνει ό,τι πιο μεγάλο υπάρχει».
Η δύναμη που ξεπηδάει από τα έργα του Ηλία, χαρακτηρίζεται ακριβώς από αυτή την ικανότητα. Να καθιστά διαρκές εκείνο το οποίο είναι στιγμιαίο. Και αυτό είναι τέχνη.
Ως γνήσιος ερασιτέχνης (εραστής της τέχνης) – δημιουργός ο Πασσίσης χρησιμοποιεί το ταλέντο του, να δανείζεται από τη φύση το ύψιστο αισθητικό προνόμιό της: Να εισχωρεί με τρόπο μαγικό ως τις παραμικρές λεπτομέρειες, και αν αυτό συμβαίνει εξατομικευμένα σε κάθε έργο του, στο σύνολό τους τα έργα του αρθρώνονται με τη μορφή της μουσικής Φούγκας, όπου το ένα ‘κυνηγάει’ και ταυτόχρονα γεννάει το άλλο, όπου έρχεται να πάρει μία θέση, που με επιμέλεια προετοίμασε το προηγούμενο.
Εδώ η αισθητική απαγγέλλει ετυμηγορία στην πλήξη, στο αδιέξοδο, στην απειλή, στο φόβο της υποταγής σε πράγματα που έγιναν παντοδύναμα στην σύγχρονη καπιταλιστική εποχή μας και τα οποία μας έχουν κατακυριεύσει.
Αρκετές φορές εικόνες μεταδίδουν κάτι μυστηριώδες και απροσδιόριστο. Εδώ εικόνες και αντικείμενα λειτουργούν ως κώδικες, με τους οποίου ο θεατής θα μπει στον πειρασμό ν’ ανακαλύψει το άφατο μήνυμα κάποιων ‘πτυχών’ της εσώτατης περιοχής του, είναι του καλλιτέχνη.
Γι’ αυτό, είτε θέλει κανείς, είτε δεν θέλει, θα δει με συμπάθεια (συν + πάσχω) τα έργα του Ηλία, αφού κατά κάποιο ψυχολογικό τρόπο ο δημιουργός τους , δια των συμβόλων, μπαίνει στον κρυφό κόσμο των πραγμάτων και σε προκαλεί να ενεργοποιήσεις την ικανότητά του, να τον ακολουθήσεις, ώστε ν’ ανακαλύψεις και συ τη δύναμη που κρύβεται παγιδευμένη μέσα τους. Να νιώσεις την ψυχή τους, να συμπάσχεις.
Άλλοτε, αντικείμενα φαινομενικά του κόσμου γύρω μας, έξω από μας, πριν από μας, όπου σίγουρα θα υπάρχουν και μετά από μας. Άλλοτε σύμβολα ‘απόκρυφα’ λες και επικοινωνούν μόνον με μύστες, κατακυριεύουν συνειρμικά τον δέκτη θεατή με ένταση από τα συναισθήματα και τις βαθιά οδυνηρές ανησυχίες του καλλιτέχνη. Κατά τον ίδιο τρόπο, όπως συγκινούμαστε όταν ανακαλύπτουμε το Νόημα. Όταν μπαίνουμε στην Ουσία.
Όταν κοινωνούμε με οδύνη την ιερότητα, όχι αυτών που φαίνονται, αλλά αυτών που Είναι.
Ο Ηλίας μας ομίλησε και θα ομιλεί πάντα, γιατί είναι ακριβώς όπως πρέπει να είναι ένας μεγάλος ζωγράφος: Ειλικρινής συνομιλητής της λάμψης των ματιών μας.
Θωμάς Αθ. Θεοφιλάτος
Μουσικός
Δημήτρης Ιατρόπουλος
Ο Ηλίας Πασσίσης είναι ζωγράφος «ως τα μπούνια» για να θυμηθώ το Σεφέρη όταν χαρακτήριζε λογοτέχνη ως τα μπούνια τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Δηλαδή, μετέχει του εικαστικού θαύματος ως ιερουργός και διόλου ως πιστός έστω, παρατηρητής αυτου.
Από κει και μετά όλα αρχίζουν και ξανακουβεντιάζουνται προκειμενου για τη δουλειά του. Χρειαζόμαστε ανατροπές των κλασικων κωδίκων και κωδικών επικοινωνίας για μια προσιτή προσέγγιση. Γιατί υπάρχει και απροσιτη προσέγγιση, όσο κι αν αυτό φαίνεται οξύμωρο, στο έργο του. Είναι ακριβώς αυτό που νοιωθει μπροστα στον πίνακα ο θεατής. Που αντιλαμβάνεται αλλά δεν πρέπει να καταλάβει! Ανάμεσα λοιπόν στην κατάληψη και την κατανόηση οι.αλλοι καταλαμβάνουν το έργο αλλά δεν πρέπει να περάσουν στο δεύτερο επίπεδο. Γιατι εκεί τους περιμενει μια καλοστημένη άρνηση των τυπικων της σχέσης θεατή και πίνακα που σε πολλούς δεν είναι ίσως αρεστή!
Για παραδειγμα, ο Ηλίας δεν συν-θέτει. Επι-δημιουργεί όμως! Και η διαφορά είναι τεράστια.
Ο τρόπος που διαχειριζεται το φως και ισορροπεί με τις σκιές του, λειτουργεί πολύ κοντά στην προσφερόμενη απ΄τη Φύση, φύση των πραγμάτων και πολύ λιγότερο στην προτεινόμενη απ’ την κοινωνία, καθημερινή τους πιστοποίηση. Ετσι, η σημασία της σκιάς, λόγου χάριν, στο εργο του, δεν αναλωνεται στην υπέρβασή της, για να μας ταϊσει με εξπρεσιονιστικού τύπου αφισαδόρικες προτάσεις άμεσου συμβολισμού, -κάτι δηλαδή που ακόμα και στους μεγάλους ζωγράφους φλερτάρει με την άρτ ντεκορατίφ-, αλλά πάλι, δεν καθιστά τη σκιά υποβάθμιο του αντικειμένου και «συνοδευτικό» του στοιχείο. Ετσι μπορούμε εδω να μιλάμε για ανασυνθετική επιδημιουργία της σκιας, που διαχειρίζεται για λογαριασμό μας τη σχέση της με το φως, σε καθαρά φιλοσοφικό πλέον επίπεδο: Ο ίσκιος της Ζωής είναι ο Θάνατος. Πολύ απλά, πολύ καθετα, διαπιστώνουμε, πως η φθορά για τον Πασσίση δεν είναι η μοιραία διαδρομή, αλλά η αντικειμενική πορεία μιας, αλλου τρόπου, ζωής πάλι, στην επιδημιουργική της φόρτιση. Κι όμως ξεφεύγει και εδώ απ’ την παγιδα του πεσσιμιστή που καραδοκεί στο φλέρτ με τη φθορά των πραγματων. Το έργο του είναι παντού ένας ύμνος στη ζωή. Στη ζωή που κρύβεται μέσα στην άρνησή της, και στη ζωή που περιμένει στη λίστα αναμονής της πρόσκαιρης ανυπαρξίας.
Αισθάνομαι μπροστά σ’ ένα πίνακα του Ηλία, ότι ταξιδεύω μέσα στο έργο και στο τέλος, το έργο περνάει μέσα μου και ταξιδεύει σ’ εμένα. Και αυτό δεν γίνεται επειδή είμαι ποιητής που ψάχνει στο έργο, αλλά επειδή η ποίηση του έργου με βρίσκει και με συνδέει μ’ αυτό, υπαρξιακά. Εντάξει λοιπόν, δικαιούμαι να σας το μαρτυρήσω πως το έργο του Πασσίση είναι ευθέως ποιητικό!
Διότι, η απόλυτη επιμονή στην αποτύπωση της άγιας λεπτομέρειας, η βασανιστική σπουδή του ελάχιστου άρα και ιδιαίτερου «το λιγάκι πουκάμισο που τρώει ο αέρας» για να θυμηθώ τον Ελύτη, λειτουργούν εδώ, όχι πια μονάχα ως δείγματα μιας απαράμιλλης μαστοριάς αντάξιας των κλασικών μεγάλων εικαστικών, αλλά και κυρίως ως επίμοχθη τελετή ευχαριστίας για το δώρο της ζωής.
Από και και πέρα, όλα αντέχουν να ειπωθούν, με τους παλιούς κώδικες. Και έτσι, ας τα πουν για το έργο του, άλλοι, προσφυέστεροι και εναργέστεροι εμού ως προς τους κωδικες αυτούς,
Εγώ θα μεινω και θα παραμείνω, στην ιερή έκπληξη που μου δημιουργεί η αποκάλυψη όχι γι’ ό,τι φαίνεται αλλά για ό,τι κρύβεται. Μια σθεναρή τάση να λατρεψουμε την πραγματικότητα που μας περιβάλλει,.
Ωστε να τη γιατρέψουμε κιόλας!
Δημήτρης Ιατρόπουλος
Ποιητής – Χρονογράφος
ΤΑ ΑΠΟΜΕΙΝΑΡΙΑ ΜΙΑΣ ΗΜΕΡΑΣ
του Ηλία Κωνσταντόπουλου
Κοιτάζοντας τους πίνακες του Ηλία Πασσίση μου έρχεται στο μυαλό το σχόλιο ενός φίλου Αυστριακού αρχιτέκτονα, ο οποίος μπροστά στον ενθουσιασμό μου για την Βιέννη και την αρχιτεκτονική της είχε παρατηρήσει πως δυστυχώς τίποτα παλιό και κατεστραμμένο δεν μπορούσες πια να συναντήσεις στην πρωτεύουσα του: τα πάντα σχεδιασμένα, τα πάντα καθαρά, βρισκόντουσαν ‘καθώς πρέπει’ στη θέση τους. Η επισήμανση του φίλου ήταν η ομολογία μιας απώλειας: στην πατρίδα του Φρόυντ, ο πολιτισμός (‘πηγή δυστυχίας’) είχε εξοστρακίσει την εικόνα της φθοράς των πραγμάτων που φέρνει αναπόφευκτα μαζί του ο χρόνος.
Το ζωγραφικό οδοιπορικό του Ηλία Πασσίση που με συνέπεια καλλιεργεί εδώ και πολλά χρόνια, χωρίς να το έχει προβάλλει ποτέ έως τώρα στην ολότητα του, φανερώνει μια αξιοσημείωτη εμμονή, τόσο στην θεματολογία όσο και στην τεχνική του.
Μια εμμονή στην ακριβή απεικόνιση των ερειπίων του βιομηχανικού πολιτισμού και των χαλασμάτων που αφήνει πίσω του ο εικοστός αιώνας, δοσμένη μέσα από το πρίσμα ενός φωτογραφικού ρεαλισμού που συγγενεύει με το υπερ-ρεαλιστικό (hyper- realist) κίνημα στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1970. Προς τι άραγε η ζωγραφική αυτή τάση αναπαράστασης των αντικειμένων στον χώρο, σε πείσμα της πολύ καλύτερης δουλειάς που κάνει εδώ κι’ έναν αιώνα η φωτογραφία, αν όχι για να προκαλέσει την ίδια την camera obscura, μέσω της ζωγραφικής σύνθεσης;
Όπως και στους σκακιστικούς αγώνες του Κασπάροβ με τον Deep Blue, εδώ διαφαίνεται η προσπάθεια του ανθρώπου να ξεπεράσει ακόμα και αυτή την αρτιότητα του βιομηχανικά παραγόμενου αντικειμένου, του τεχνητού. Δεν θαυμάζουμε πια αυτούς τους πίνακες για την ομοιότητα τους με την πραγματικότητα, αλλά για την ομοιότητα τους με την φωτογραφία! Η υπεροχή αυτών των ζωγραφικών έργων, έναντι των φωτογραφιών, βασίζεται ακριβώς στην μοναδικότητά τους. Η δυνατότητα της μηχανικής αναπαραγωγής πολλαπλών και πανοποιότυπων μεταξύ τους αντιγράφων, που κατά τον Βάλτερ Μπένιαμιν στερεί τα έργα τέχνης από την ‘αύρα’ τους, συναντάει στα τέλη του εικοστού αιώνα μία πείσμονα, ίσως Δον-Κιχωτική ζωγραφική προσπάθεια, η οποία επιδιώκει να αναπαραστήσει τον κόσμο τουλάχιστον τόσο καλά όσο η φωτογραφία – άπαξ. Αυτό που μας σοκάρει μπροστά σ’ αυτούς τους πίνακες είναι η επιλογή μιας κοπιώδους και χρονοβόρας μεθόδου, που απαιτεί γνώσεις και δεξιότητες χειρισμού του σχεδίου και του χρώματος, της προοπτικής και της σκιαγράφησης.
Πέρα όμως και από αυτή την υπέρβαση, η ζωγραφική του Πασσίση διαφοροποιείται από την απλή απεικόνιση καθώς επιχειρεί συνειδητά να συνθέσει τα ατάκτως ερριμένα στοιχεία σε οργανωμένα σύνολα. Πως μπορεί αυτό το συνονθύλευμα από κατάλοιπα πραγμάτων και κατασκευών να συνιστά μία πολύτιμη σύνθεση; Η γεωμετρική οργάνωση των μορφών και η ενορχήστρωση των χρωμάτων, χαρακτηρίζονται από μία κλασική σαφήνεια, παρά την μοντέρνα θεματολογία τους. Η σαφήνεια αυτή είναι τόσο εμφανής στο πυκνά δομημένα έργα του με μηχανές, απορρίματα, και κτίρια, όσο και στα μινιμαλιστικά μονοχρωματικά έργα, όπου ένα μοναδικό ζωγραφισμένο καλώδιο και η σκιά του, αποτελούν μία απόλυτα ισορροπημένη σύνθεση, προσεκτικά στημένη, με μία αίσθηση αντάξια ενός Μοντριάν.
Η επιμονή του Ηλία Πασσίση στην απόλυτα ρεαλιστική αποτύπωση πραγμάτων -λογαριασμών, σκουπιδιών, χαρτοκιβωτίων, απορρυπαντικών, αυτοκινήτων και πλήθος άλλων γνώριμων καθημερινών αντικειμένων - διαφέρει ωστόσο ως προς την πρόθεση, από εκείνη του υπερ-ρεαλισμού. Στα έργα του δεν δοξάζεται η καταναλωτική κοινωνία, μέσα από τα εφήμερα παραφερνάλια της, όπως γίνεται στους ‘cool’ πίνακες των Tom Blackwell, Robert Cottingham, Don Eddy, Richard Estes κ.ά., ούτε καν η οικεία αστική καθημερινότητα της Αθήνας με τους ακάλυπτους και τις σκάλες υπηρεσίας, που μας έχει χαρίσει ο χρωστήρας του Σπύρου Βασιλείου. Τα ίδια αυτά καθημερινά στοιχεία δεν έχουν τη στιλπνότητα των Αμερικανών ούτε την νοσταλγική διάθεση του δευτέρου, παρά μόνον τη σκόνη του χρόνου, που επιστρέφει τις ανθρώπινες κατασκευές πίσω στη γή, εκεί που πραγματικά ανήκουν: χους ην και εις χουν απελεύσει. Το πέρασμα του χρόνου, το εφήμερο των πραγμάτων, ο μάταιος αγώνας του ανθρώπου για υλική πρόοδο, η σκόνη που κάθεται πάνω τους (και που τόσο αγαπούσε ο Πικάσο) είναι σαν μία πατίνα που περνάει πάνω από τα αντικείμενα και την ζωή των ανθρώπων και τα γλυκαίνει. Να γιατί οι πίνακες του Πασσίση με τις θερμές και ξεθωριασμένες αποχρώσεις του γαλάζιου, του κίτρινου και της ώχρας του ήλιου το απομεσήμερο, βρίθουν από τα σημάδια της ανθρώπινης παρουσίας -παρά την απουσία της- από τα ίχνη που αφήνει, όπως ένα κολατσιό στα παλιοσίδερα.
Ο ζωγράφος στέκεται σε τέτοια απόσταση από τα θέματα του, έτσι ώστε τα διαφορετικά μέρη να εμφανίζονται ισοδύναμα μεταξύ τους και να μοιάζουν όμοια σαν τους κόκκους της άμμου, συχνά τα ίδια αντικείμενα θεωρημένα από διαφορετική γωνία. Πράγματι ο Πασσίσης ζωγραφίζει ερήμους, τις ερήμους του τεχνικού πολιτισμού που αφήνει ο άνθρωπος στο πέρασμα του, όχι με τον θαυμασμό του Μπρεχτ για τις κρυφές κλασικές αναλογίες των κτιρίων, αλλά απλά καταγράφοντας το εφήμερο της ύπαρξης μας. Τεχνολογικά επιτεύγματα που έχουν φθαρεί και έχουν απολέσει το πρότερο κλέος και την αίγλη τους, νεκρές κυριολεκτικά φύσεις.
Τα έργα του όμως είναι σκληρά. Μας δείχνουν τα πράγματα έτσι όπως είναι, γυμνά, χωρίς να τα εξωραϊζουν. Οι τσαλακωμένες λαμαρίνες και τα τσαλακωμένα υφάσματα, είναι πτυχές ενος προσωπικού μαρτυρίου που ο ζωγράφος δεν αποζητά νοσταλγικά, αλλά μόνο περισυλλέγει σαν ρέκτης υπομονετικά. Τα αυτοκίνητα του είναι παρατημένα ερείπια με μηχανές ξεκοιλιασμένες και πεταμένα λάστιχα, οι πόλεις του αδιάφορες γωνίες, μαρκίζες μπαλκονιών και όψεις ακαλύπτων. Αδιάφορες, μα ειδωμένες με απόλυτη ακρίβεια και εξαντλητική απόδοση των λεπτομερειών, ανακτούν την ομορφιά εκείνη που μπορεί να διακρίνει ο ζωγράφος, ανασύροντάς τα από τη λήθη στην οποία είναι καταδικασμένα, σαν κάποιος που μαζεύει και ξεσκονίζει τα απομεινάρια που άφησε στο διάβα του ο υλικός πολιτισμός. Είναι η ματιά του αυτή, η αγωνία του για την σχεδόν μανιακή καταγραφή αυτών των στοιχείων, τόσο οικείων, που έχουμε πάψει να τα παρατηρούμε θεωρώντας τα άνευ αξίας. Σκηνές και στιγμές ενός κόσμου που γνωρίζουμε και όμως ποτέ δεν σταματήσαμε για να τον δούμε, μακριά από την αίγλη του, ξεχασμένο μέσα στη φθορά του.
Ένα ξεχαρβαλωμένο αυτοκίνητο που σε κοιτάει κατάματα σαν ιπποπόταμος, ένα λεωφορείο σταματημένο στη μέση του πουθενά, στην ερημιά, με μιά παλιά διαφήμιση ‘Εσύ έφαγες Μακαρόνια Stella;’ Η οπτική του ζωγράφου είναι ταυτόχρονα αντικειμενική και γεμάτη απρόσμενο χιούμορ. Το δηκτικό χιούμορ του Πασσίση φαίνεται συχνά σε πίνακες όπως ο θάνατος που δείχνει προς μία καρέκλα φερ-φορζέ ή ένα κάδρο με το άγαλμα της Ελευθερίας (κόκκινο) το οποίο αποτελεί φόντο για ένα ρολλό χαρτί υγείας. Σχόλια γλυκόπικρα για μια κοινωνία που δεν φαίνεται να έχει σε μεγάλη εκτίμηση τις ίδιες τις δικές της προτάσεις και βρίθει από αδιέξοδα.
Αίφνης μέσα από τα ατέλειωτα νεκροταφεία κάθε είδους μηχανών, ανακαλύπτει κανείς αναπάντεχες μορφές, έργα απροσδόκητα έργα, - που φέρνουν στο νου τα παράδοξα αντικείμενα σε κάποιους πίνακες του Μαγκρίτ - ανεξήγητα στοιχεία όπως γλυπτά από χρωματιστούς σωλήνες δίπλα σ’ μιά γειτονιά, ένας μετέωρος πίνακας κουδουνιών πολυκατοικίας πάνω από την άμμο, δύο φαινομενικά γιγαντιαίες μπαταρίες στο χώμα …
Η κριτική τοποθέτηση του ζωγράφου εμφανίζεται μέσα από την προσθήκη καθαρών γεωμετρικών μορφών εν μέσω οικείων αντικειμένων. Μια απροσδιόριστη αιωρούμενη μαύρη σφαίρα, που επανέρχεται συχνά στη ζωγραφική του Πασσίση, μοιάζει σαν μια πιθανή απειλή, μια συμπυκνωμένη μαύρη τρύπα, έτοιμη να εκραγεί ή να κρύψει για πάντα το περιεχόμενο της. Η σφαίρα αυτή που εμφανίζεται μετέωρη και στην οθόνη ενός προσωπικού υπολογιστή ανάμεσα σε ένα σωρό απο σκουπίδια, αποτελεί το προμήνυμα ενός άγραφου μέλλοντος, ζοφερού ή ελπιδοφόρου …
Υ.Γ. Έχοντας τελειώσει το κείμενο αυτό ξανακοίταζα τα έργα του καταλόγου και σταμάτησα σε εκείνον τον πίνακα με το σωληνάριο της Talens πάνω από ένα τοπίο – ή μάλλον ακριβέστερα, πάνω από την ζωγραφική του αναπαράσταση. Η αμφισημία του ζωγραφισμένου και ταυτόχρονα ανάγλυφου σωληναρίου είναι ίσως η υπόσχεση της ζωγραφικής. Σαν τους καθρέφτες που αντανακλούν μόνον τον ουρανό στον πολλαπλό εαυτό τους, η δισδιάστατη απεικόνιση του πραγματικού και η τρισδιάστατη αναίρεσή της φανερώνει τη περιπαικτική διάθεση του Πασσίση να μας πει την αλήθεια του ψέματος.
Ηλίας Κωνσταντόπουλος
Αρχιτέκτων
Mάκης Πασσίσης
Λόγω της εκ «δελφύος» συγγενικής μου σχέσεως με τον Ηλία Πασσίση, στερούμαι a priori της «έξωθεν καλής μαρτυρίας» περί της δυνατότητάς μου να εκφέρω με αντικειμενικότητα την όποια άποψη για το έργο του, πολλώ δε μάλλον όταν στις ιδιότητές μου δεν συντρέχει και εκείνη του «επαϊοντος», γεγονός που αν συνέβαινε θα έδινε ενδεχομένως την δέουσα εγκυρότητα και βαρύτητα σε αυτή.
Αυτές ακριβώς οι αδυναμίες αποτέλεσαν την εσωτερική παρόρμηση που με ώθησε στο να γράψω το παρόν κείμενο αφού, από τη φύση και τη ζωή, διάγω «βίο παράλληλο» με τον καλλιτέχνη, γεγονός που αυτοδικαίως με καθιστά φυσικό κοινωνό του έργου του και αυτόπτη μάρτυρα της πορείας του. Παρακολουθώντας τη ζωή και τη ζωγραφική του από τα πρώϊμα έως τα ώριμα χρόνια του θα αναφερθώ σε εκείνα τα στοιχεία που κάνουν, κατά τη γνώμη μου, το έργο του «αληθινό», «ειλικρινές» και «στέρεο». Η συνέπεια, η ακεραιότητα, και η ειλικρίνεια που τον χαρακτηρίζουν στην προσωπική του ζωή, αποτυπώνονται με τον πλέον εναργή, στέρεo και διαρκή τρόπο, ακόμα και στην τελευταία πινελιά των πινάκων του. Η εμμονή του στη λεπτομέρεια δεν είναι απλώς ένας τρόπος εικαστικής έκφρασης, ούτε πηγάζει από κάποια διάθεσή του να «ταλαιπωρείται» ζωγραφίζοντας ή να εντυπωσιάζει με το άψογο του αποτελέσματος της δουλειά του. Αντικατοπτρίζει την «βασανιστική» εμμονή του στις αρχές και τις ιδέες που υπηρέτησε και διατηρεί με ιερή ευλάβεια καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας του.
Παραφράζοντας ένα στίχο του Ρίτσου από τη Ρωμιοσύνη θα έλεγα πως για τον Ηλία, το πινέλο είναι συνέχεια του χεριού του και το χέρι του είναι συνέχεια της ψυχής του. Και γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο ουδέποτε ο Ηλίας κατέφυγε σε εκπτώσεις, τόσο στη ζωή του όσο και στο έργο του. Δεν «πούλησε» και δεν «πουλήθηκε». Το έργο του εκτέθηκε και εκτιμήθηκε χωρίς ο ίδιος να «εκτεθεί» και χωρίς να «εκθέσει» τα πιστεύω του. Αυτή είναι ίσως η πέραν της κριτικής πλευρά που εξηγεί το ύφος των έργων του, την θεματολογία τους και τη διάρκεια τους. Πίνακες που έγιναν πριν είκοσι ή τριάντα χρόνια εξακολουθούν να είναι το ίδιο επίκαιροι σήμερα και είναι σίγουρο πως θα είναι έτσι και αύριο. Τα φθαρμένα αντικείμενα και τα ερημικά τοπία της μοναξιάς μας είναι μέρος της καθημερινής μας πραγματικότητας, μέσα κι έξω, που επιμελώς εξωραϊζεται από την «τέχνη» της ηλίθιας μακαριότητας που μας περιβάλλει. Αυτά κραυγάζουν σε όλες τις γλώσσες και σε όλες τις εποχές προσπαθώντας να ξυπνήσουν τους αποχαυνωμένους των καναπέδων κάτωθεν των ανεμιζουσών κατσαρών τριχών και των αρχαιοπρεπών ρινών που διακοσμούν τα απολιθωμένα σαλόνια της καταναλωτικής μας συνείδησης.
Ο Ηλίας ομιλεί τη δική μας γλώσσα με την προφορά της τέχνης και την προσφορά της ψυχής. Μας προσεγγίζει περισσότερο ως φίλος και λιγότερο ως ιεροφάντης. Είμαι ευτυχής που ανήκω στην χορία των φίλων του.
Μάκης Πασσίσης
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΠΟΛΗΣΗΣ
της Αννίτας Πατσουράκη
Η προσωπική μου γνωριμία με τον Ηλία Πασσίση έγινε όταν ήμουν ακόμη φοιτήτρια. Είχα ήδη ακούσει πολλά για τον ίδιο και το έργο του από την οικογένειά μου, καθώς και τους συμπατριώτες μας.
Γεμάτη θαυμασμό και ενθουσιασμό για το πρόσωπό του, του δήλωσα με «χάρη», όπως ο ίδιος θυμάται, «θα ήθελα πολύ να μελετήσω κάποτε το έργο σας».
Ύστερα από πολλά χρόνια φιλίας και αμοιβαίας εκτίμησης, η επιθυμία μου γίνεται πλέον πραγματικότητα.
Με συγκίνηση θα τολμήσω να εκφράσω ελάχιστες σκέψεις για μία μεγαλειώδη δημιουργία ενός διορατικού και ευαίσθητου καλλιτέχνη.
Το έργο του Ηλία Πασσίση είναι μια βιωματική και συναισθηματική έκφραση πνευματικών ανησυχιών και σκέψεων, με συχνά προφητική διάθεση και σαρκασμό στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα της παγκόσμιας κλίμακας, σε γεγονότα που καθόρισαν ή άλλαξαν ριζικά τις ιδέες και την πορεία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Πολυδιάστατος δημιουργός κατορθώνει με αυθεντική έκφραση και χωρίς τυποποίηση να υλοποιήσει το όραμά του με απόλυτα προσωπικό ύφος, σε εγχείρημα σπάνιο στην εποχή της καταναλωτικής τέχνης και κοινωνίας.
«Με λογισμό και μ’ όνειρο», όπως αναφέρει ο εθνικός μας ποιητής Δ. Σολωμός, ο Ηλίας Πασσίσης καταγράφει ρεαλιστικά, με δυνατότητα ρεαλιστικής απόδοσης, την ποιητική έκφραση συναισθημάτων και ονείρων.
Η ζωγραφική του, μέσα από μία ιδιωματική γραφή, δεν αποτελείται από θεαματικές ενότητες εξελεγκτικής πορείας. Τα έργα του δεν έγκειται σε μία συνεχή θεματολογία, αλλά ανεξάρτητα μεταξύ τους εμπλέκονται τελικά σ’ αυτήν. Πρόκειται για ξεχωριστές δημιουργίες που συνδέονται μυστηριωδώς μεταξύ τους από κοινό κριτήριο και μηνύματα διαχρονικά.
Επιδιώκει την κοινωνική κριτική, θίγοντας ζητήματα όπως της βίας και της κατανάλωσης, προβληματιζόμενος για την αιχμαλωσία και την παγίδευση του σύγχρονου ανθρώπου. Μέσα σ’ αυτά κατορθώνει δε να τα αποδίδει με σύμβολα ευανάγνωστα, μέσω αναγνωρίσιμων αντικειμένων που δεν προκαλούν με τη χρήση μιας συμβατικής απεικόνισης, αλλά προβάλλονται με διακριτικότητα και σαφείς υπαινιγμούς.
Γνώστης και άριστος χρήστης των τεχνικών αξιών κινείται με άνεση ανάμεσα σε κυβιστικές, αφαιρετικές και σουρεαλιστικές παραμέτρους και αντιλήψεις, χωρίς τα στοιχεία αυτά να εμπλέκονται μεταξύ τους και αποκαλύπτοντας έτσι τη δυνατότητα του καλλιτέχνη να συνθέτει και να αφαιρεί με κύριο γνώμονα το θέμα και το μήνυμα που ο θεατής καλείται να ενστερνιστεί.
Όπως ο ίδιος δηλώνει: «Η εικόνα είναι η αφορμή για τη βαθύτερη σκέψη και στοχασμό του θεατή».
Ο θεατής οφείλει να σκεφτεί, να προβληματιστεί για την ύπαρξη και το ρόλο των χρηστικών αντικειμένων ή τα υπολείμματα αυτών στην ανθρώπινη ζωή και παρουσία, θέτοντας κρίσιμες ερωτήσεις και διερευνώντας το είναι του σε υπαρξιακές αναζητήσεις.
Από παθητικός δείκτης καλείται να μετατραπεί σε ενεργό μέλος της διαδικασίας που επιβάλλει το γίγνεσθαι της καθημερινότητάς μας. Καλείται να δραστηριοποιηθεί, να αντιδράσει στα νέα σύμβολα που αποτελούν τις εικόνες και τα πρότυπα του κόσμου μας.
Με την επίτευξη αυτή ο καλλιτέχνης έχει διοχετεύσει το μήνυμά του και έχει κατορθώσει να παρουσιάσει δημιουργίες με προβληματισμό και διδακτικό περιεχόμενο σαν προϊόντα έρευνας στο κοινό του.
Στις θεματολογικές επιλογές του Ηλία Πασσίση διακρίνουμε το κατεστραμμένο περιβάλλον που προμηνύει το ντεκόρ της μελλοντικής μας ζωής.
Στο «Πικ-Νικ» υπονοείται η εγρήγορση για την προστασία του περιβάλλοντος και παράλληλα υπογραμμίζεται η άχρωμη και στατική ζωή που όμως ελπίζει…
Τα τοπία του είναι τα βιωμένα «φυσικά τοπία της ζωής του», ερημικά και απρόσωπα σε μια αμφιλεγόμενη αισιοδοξία. Το φυσικό τοπίο παραπέμπει στη φυσιογνωμία της γης στην γενέτειρα πατρίδα του, επίπεδη, άγονη, μελαγχολική, με έντονη δόση μοναξιάς, αλλά με βαθιά εσωτερικότητα που σ’ αφήνει να διαλογισθεί και να περιμένει…
Στις εικαστικές δημιουργίες του Ηλία Πασσίση, η ανθρώπινη ύπαρξη απουσιάζει. Δεν έχει λόγο παρουσίας γιατί υπονοείται μέσα από τα κατασκευάσματά του. Η έννοια της φθοράς υποδηλώνεται με τα διάσπαρτα σκουπίδια, ταξινομημένα όχι τυχαία. Είναι ο ίδιος ο άνθρωπος που τη δημιουργεί γι’ αυτό και αποδίδονται με «αγάπη και συμπάθεια» δηλώνει ο καλλιτέχνης.
Τα παλιά μηχανήματα, τα σκουριασμένα αυτοκίνητα, τα φθαρμένα ρούχα, τα χαλασμένα καθημερινά χρηστικά αντικείμενα ή τα τελειωμένα προϊόντα καθαριότητας, συμβολίζουν το εσωτερικό κενό, την έκπτωση των αξιών μας.
Συγκεκριμένα, οι πτυχές των ρούχων αποτελούν για το δημιουργό τους, «τις πτυχές των ονείρων μας. Το λευκό πανί συμβολίζει το άσπιλο, το αγνό, την εσωτερικότητά μας».
Η σύνθεση αυτών των έργων δεν είναι τυχαία. Η ογκώδης οπτική άποψη σκουπιδιών, το συνοθύλευμα αντικειμένων κάθε είδους αποδίδονται με δομή και οργάνωση, μελετημένα σε σχεδιαστική και χρωματική συμφωνία μεταξύ τους, ώστε να μας οδηγούν και να μας κατευθύνουν σε μια νοηματική υπόσταση και με εννοιολογικούς υπαινιγμούς απόδοση.
Στην ίδια αντίληψη, αλλά με αφαιρετική εικαστική διάθεση, κυμαίνεται η θεματολογία της «επικοινωνίας». Η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων ευαισθητοποιεί τον καλλιτέχνη και την υπονοεί σε ενιαίες μονοχρωματικές επιφάνειες που τις διατρέχουν καλώδια. Η τεχνολογία, το computer, η μπαταρία είναι η εξάρτηση του σημερινού ανθρώπου για την επικοινωνία του. Είναι τα στοιχεία που ενισχύουν την τεχνητή ζωή μας. Η υπογραφή του καλλιτέχνη τοποθετείται εδώ, ακριβώς κάτω από το κομμένο καλώδιο υπογραμμίζοντας διακριτικά την ανθρώπινη παρουσία.
Η αναφορά στην ανθρώπινη ύπαρξη είναι πάντα έμμεση, το ανθρώπινο στοιχείο σαν φιγούρα – μορφή απουσιάζει, αλλά δηλώνεται με υπαρκτά ονόματα, αναμνήσεις φίλων από την ιδιαίτερη πατρίδα, άτομα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του, άτομα οικεία και αγαπημένα.
Η τεχνική του Ηλία Πασσίση έγκειται στην τυπική χρήση του λαδιού που κατορθώνει με μαεστρία να το αποδίδει επίπεδο, πλακάτο, χωρίς εξάρσεις ή υπερβολές.
Η διαύγεια του γυαλιού, η λάμψη του μετάλλου και η απαλή υφή των υφασμάτων παραπέμπουν στην τέχνη των μεγάλων κλασσικών, όπου με απόλυτη πιστότητα και ψυχρό ρεαλισμό ξεπερνά τα όρια της στείρας φωτογραφικής εκτύπωσης.
Η χρήση του σχεδίου τον βοηθά σ’ αυτή την απόδοση. Ακριβές, συγκεκριμένο, μελετημένο στα παραδοσιακά πρότυπα των πλαστικών αξιών της ζωγραφικής, ενισχυμένο στη φόρμα και στο χρώμα, περικλείει με πιστότητα τα αντικείμενα προσδίδοντάς τους απόλυτη αναγνωρισιμότητα.
Τα χρώματα διακυμαίνονται με ευαισθησία σε όλους τους τόνους, τις αποχρώσεις και συμφωνίες. Διαχωρισμένα σε έντονα – καθαρά και σε ήπια – ψυχρά αντικατοπτρίζουν συμβολικά τα όνειρά μας, τις προσδοκίες και τις ελπίδες μας. «Τα έντονα χρώματα συμβολίζουν τα ανεκπλήρωτα όνειρά μας, τις προσδοκίες μας πριν χαθούν τα όνειρα. Τα ψυχρά – γκρίζα, σε τόνους του μπλε και της ώχρας είναι η ελπίδα. Οι απαλοί τόνοι είναι η κατάληξη μιας ανεπιτυχούς ενέργειας», μεταφράζει ο Ηλίας Πασσίσης στο προσωπικό του εικαστικό λεξιλόγιο.
Το παιχνίδισμα μεταξύ φωτός και σκιάς χαρακτηρίζεται από τις έντονα ισορροπημένες φωτοσκιάσεις, που αφήνουν να διακρίνονται μέσα στη σκιά, τα αντικείμενα ή οι υπαινιγμοί τους.
Με το έργο του, ο Ηλίας Πασσίσης διερωτάται για στοιχειώδη θέματα της ζωής και τα ερευνά σε σχέση με την τέχνη. Οι δημιουργίες του έχουν την ιδέα της επιρροής, της αλλαγής και της παροδικότητας του χρόνου μέσα από στατικές εικόνες.
Με τη χρήση συνηθισμένων προϊόντων σε παραστατικές φόρμες και οργανωμένης διάταξης, μέσα από αυστηρούς τεχνικούς κανόνες, υποδηλώνει το ενδιαφέρον του για τη μετάλλαξή τους, αντανακλώντας στοιχεία του αποσπασματικού και του εφήμερου, όπως απαιτεί ή επιβάλλει ο σύγχρονος πολιτισμός.
Κατορθώνει να συγκινήσει, να ευαισθητοποιήσει, να προκαλέσει, να επικοινωνήσει και να αποκαλύψει μέσα μας αθέατες μυστικές οδούς της ψυχής μας σε μία επαναξιολόγηση του έργου τέχνης.
Αννίτα Πατσουράκη
Ιστορικός Τέχνης
© Πάνος Πασσίσης 2015